χαύναξ

χαύναξ
-αύνακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. γαύρ-αξ, φέν-αξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαυνάκων — χαῦναξ braggart masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • βώλαξ — βώλαξ, ο (Α) ο βώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) αξ* (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • χαυνολόγος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) χαῡναξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • χαυνοποιός — όν, Α (κατά τον Ησύχ.) χαῡναξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”